- ευαπόδεκτος
- -η, -ο (ΑΜ εὐαπόδεκτος, -ον)1. αυτός τον οποίο εύκολα αποδέχεται κάποιος, ο αποδεκτόςμσν.καλόδεχτος, ευχάριστος, ευάρεστος.επίρρ...εὐαποδέκτως (Μ)με τρόπο ευαπόδεκτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-δεκτός (< απο-δέχομαι), πρβλ. αν-απόδεκτος].
Dictionary of Greek. 2013.